- ἀβλεμής
- ἀβλεμής, ές, ([etym.] βλεμεαίνω)A feeble, Nic.Al.82; in Lit. Crit. [τὸ πρᾶγμα] ἀβλεμὲς προσπίπτει falls flat, Longin.29.1. Adv. ἀβλεμέως, πίνων drinking intemperately, Panyas.13.8.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀβλεμής — feeble masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβλεμεῖς — ἀβλεμής feeble masc/fem acc pl ἀβλεμής feeble masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβλεμές — ἀβλεμής feeble masc/fem voc sg ἀβλεμής feeble neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβλεμέως — ἀβλεμής feeble adverbial (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλεμεαίνω — (Α) βλέπω βλοσυρά με συνείδηση της υπεροχής μου («σθένεϊ βλεμεαίνων»). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ίσως συνδέεται με λατ. glomus «κουβάρι». Το ρ. βλεμεαίνω σχηματίστηκε πιθ. από *βλέμος, αβλεμής «αδρανής, άτονος, ασθενής» ή κατά το πρότυπο του… … Dictionary of Greek
μενεαίνω — (Α) 1. δείχνω προθυμία να κάνω κάτι, προθυμοποιούμαι («μενεαίνεις Ἰλίου ἐξαπαλάξαι πτολίεθρον», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ σφοδρά κάτι («ἐμοὶ μενέαινον ὄλεθρον», Κόιντ.) 3. οργίζομαι σφοδρά 4. φρ. «κτεινόμενος μενέαινε» ψυχομαχούσε, πεθαίνοντας ανέπνεε… … Dictionary of Greek